- υπέκπυρος
- -ον, Αο κάπως πυρωμένος («ὑπέκπυρον ὄζον», Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἔκπυρος «πολύ ζεστός, ζωηρός, φλογερός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέκπυρον — ὑπέκπυρος somewhat on fire masc/fem acc sg ὑπέκπυρος somewhat on fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)